πηδώ

πηδώ
πηδῶ, -άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α
1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι
β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.)
2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β. «πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ», Σοφ.)
3. (για πράγματα) εκτινάσσομαι (α. «πήδηξε το μπαλάκι» β. «πάλος πήδησεν εὐχάλκου κράνους», Αισχύλ.)
4. αλλάζω απότομα αντικείμενο συζητήσεως, ομιλίας, σκέψεως (α. «πηδάει από το ένα θέμα στ' άλλο» β. «τὶ πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παραλείπω κατά την ανάγνωση ή κατά τη μελέτη
2. συνουσιάζομαι
4. (για ζώα) οχεύω
4. φρ. α) «πήδησα απ' τη χαρά μου» — χάρηκα πάρα πολύ
β) «πήδησα απ' τη θέση μου» — έδειξα μεγάλη έκπληξη ή φόβο
γ) «πήδησε πολλά παλούκια» — έχει ξεπεράσει πολλές δυσκολίες
αρχ.
1. (για την καρδιά) πάλλομαι από φόβο ή αγωνία
2. (για τον εγκέφαλο) έχω σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη βαθμίδα τής ρίζας *ped- «πόδι» τού πούς (πρβλ. πηδόν) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. padyate «πέφτω», αγγλοσαξ. -fetan «πέφτω», αρχ. νορβ. feta «βρίσκω τον δρόμο», και πιθ. με το λιθουαν. pẽdinu «βαδίζω». Το όνομα τού αλόγου τού Αχιλλέα Πήδασος εντάσσεται πιθ. στην οικογένεια τού πηδώ (πρβλ. Πήγασος), καθώς και το ανθρωπωνύμιο Πήδασος, εκτός αν πρόκειται για τ. τού γλωσσικού υποστρώματος, όπως το τοπωνύμιο Πήδασα τής Μικράς Ασίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηδώ — πηδάω / πηδώ 1 πήδηξα βλ. πίν. 66 2 πήδησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηδῶ — πηδάω leap pres imperat mp 2nd sg πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδῷ — πηδάω leap pres opt act 3rd sg πηδόν blade of an oar neut dat sg πηδός masc dat sg πηδός neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ …   Dictionary of Greek

  • επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek

  • ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”